Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάθλαση — η (Α ἀνάθλασις) [άναθλῶ] σύνθλιψη, σπάσιμο, ζούληγμα αρχ. έκθλιψη … Dictionary of Greek
αναθλώ — ἀναθλῶ ( άω) (Α) συνθλίβω, σπάω σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θλῶ. ΠΑΡ. ἀνάθλασις] … Dictionary of Greek